- Σαμαρεῖᾳ
- Σαμαρεῖαι , Σαμαρείαfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαμαρεία — Σαμαρείᾱ , Σαμάρεια Samaritan fem nom/voc/acc dual Σαμαρείᾱ , Σαμαρεία fem nom/voc/acc dual Σαμαρείᾱ , Σαμαρεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμαρείᾳ — Σαμαρείᾱͅ , Σαμάρεια Samaritan fem dat sg (attic doric aeolic) Σαμαρείᾱͅ , Σαμαρεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμάρεια — Samaritan fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμάρεια — Ιστορική περιοχή της Παλαιστίνης, που σήμερα ανήκει στο κράτος του Ισρα ρήλ και στο Βασίλειο της Ιορδανίας. Ορίζεται στα Β από τη Γαλιλαία, στα Ν από την Ιουδαία, και στα Α από τη βαθιά συροαφρικανική τεκτονική τάφρο, τη λεγόμενη «Κοιλάδα του… … Dictionary of Greek
Σαμάρεια — η αρχαία πόλη της Παλαιστίνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαμαρείας — Σαμαρείᾱς , Σαμάρεια Samaritan fem acc pl Σαμαρείᾱς , Σαμάρεια Samaritan fem gen sg (attic doric aeolic) Σαμαρείᾱς , Σαμαρεία fem acc pl Σαμαρείᾱς , Σαμαρεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμαρείαι — Σαμαρείᾱͅ , Σαμάρεια Samaritan fem dat sg (attic doric aeolic) Σαμαρείᾱͅ , Σαμαρεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμαρείαν — Σαμαρείᾱν , Σαμαρεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμαρείης — Σαμάρεια Samaritan fem gen sg (epic ionic) Σαμαρεία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμάρειαν — Σαμάρεια Samaritan fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)